Anonymous

καταριγηλός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρῑγηλός:''' -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, [[τρομερός]], [[φρικτός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''καταρῑγηλός:''' -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, [[τρομερός]], [[φρικτός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταριγηλός -ή -όν [κατά, ῥιγέω] huiveringwekkend.
}}
}}