Anonymous

καταριγηλός: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταριγηλός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[ρίγος]], [[ανατριχιαστικός]], [[τρομερός]], [[φρικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥιγηλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]])].
|mltxt=[[καταριγηλός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[ρίγος]], [[ανατριχιαστικός]], [[τρομερός]], [[φρικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥιγηλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταρῑγηλός:''' -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, [[τρομερός]], [[φρικτός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}