Φερσεφόνη: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(6)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Φερσεφόνη:''' ποιητ. αντί [[Περσεφόνη]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''Φερσεφόνη:''' ποιητ. αντί [[Περσεφόνη]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Φερσεφόνη:''' дор. Φερσεφόνᾱ ἡ Pind. = [[Περσεφόνη]].
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Φερσεφόνη: ποιητικ. ἀντὶ Περσεφόνη, συχν. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monotonic

Φερσεφόνη: ποιητ. αντί Περσεφόνη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Φερσεφόνη: дор. Φερσεφόνᾱ ἡ Pind. = Περσεφόνη.