ἑστάμεν: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(4) |
(2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑστάμεν:''' -άμεναι[ᾰ],·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. αντί [[ἑστάναι]], συγκόπτ. απαρ. παρακ. του [[ἵστημι]]·<br /><b class="num">II.</b> [[αλλά]], ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ. | |lsmtext='''ἑστάμεν:''' -άμεναι[ᾰ],·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. αντί [[ἑστάναι]], συγκόπτ. απαρ. παρακ. του [[ἵστημι]]·<br /><b class="num">II.</b> [[αλλά]], ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑστάμεν:''' (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἑστάμεν: -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ ἵστημι· ἀλλά, ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.
Greek Monotonic
ἑστάμεν: -άμεναι[ᾰ],·
I. Επικ. αντί ἑστάναι, συγκόπτ. απαρ. παρακ. του ἵστημι·
II. αλλά, ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἑστάμεν: (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к ἵστημι.