ἑστάμεν

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστάμεν Medium diacritics: ἑστάμεν Low diacritics: εστάμεν Capitals: ΕΣΤΑΜΕΝ
Transliteration A: hestámen Transliteration B: hestamen Transliteration C: estamen Beta Code: e(sta/men

English (LSJ)

ἑστάμεναι [α], Epic pf. inf. of ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἑστάμεν: (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστάμεν: -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ ἵστημι· ἀλλά, ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.

Greek Monotonic

ἑστάμεν: -άμεναι[ᾰ],·
I. Επικ. αντί ἑστάναι, συγκόπτ. απαρ. παρακ. του ἵστημι·
II. αλλά, ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.