δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ου;adj. m.de Pisa, en Élide.Étymologie: Πῖσα.
Πῑσάτης: ου (ᾱ) ὁ Pind., Anth. = Πισαῖος II.