διαστρόφως: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
(1b) |
(No difference)
|
Revision as of 14:12, 31 December 2018
Greek Monolingual
διαστρόφως επίρρ. (Α)
εσφαλμένα, όχι σωστά.
Russian (Dvoretsky)
διαστρόφως: искаженно, неправильно (λέγειν Sext.).