συντεκνόω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_1) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντεκνόω''': [[ἀνατρέφω]], ζῷα Ἀριστοφ. Θεσμ. 15. ΙΙ. γεννῶ ἢ [[ἀνατρέφω]] τέκνα μετά τινος ἄλλου, συντεκνοποιῶ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4180. | |lstext='''συντεκνόω''': [[ἀνατρέφω]], ζῷα Ἀριστοφ. Θεσμ. 15. ΙΙ. γεννῶ ἢ [[ἀνατρέφω]] τέκνα μετά τινος ἄλλου, συντεκνοποιῶ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4180. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντεκνόω:''' одновременно порождать, производить на свет (ζῷα Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A breed, ζῷα Ar.Th.15. II produce or rear children with another, Stud.Pont.38 (Phazimonitis), 85 (ibid.), 159 (Amasia).
Greek (Liddell-Scott)
συντεκνόω: ἀνατρέφω, ζῷα Ἀριστοφ. Θεσμ. 15. ΙΙ. γεννῶ ἢ ἀνατρέφω τέκνα μετά τινος ἄλλου, συντεκνοποιῶ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4180.
Russian (Dvoretsky)
συντεκνόω: одновременно порождать, производить на свет (ζῷα Arph.).