ἰθύτριχες: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰθύτρῐχες:''' πληθ. του [[ἰθύθριξ]].
|lsmtext='''ἰθύτρῐχες:''' πληθ. του [[ἰθύθριξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθύτρῐχες:''' pl. к [[ἰθύθριξ]].
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύτρῐχες: οἱ, αἱ, πληθ. τοῦ ἰθύτριξ.

French (Bailly abrégé)

pl. de ἰθύθριξ.

Greek Monotonic

ἰθύτρῐχες: πληθ. του ἰθύθριξ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθύτρῐχες: pl. к ἰθύθριξ.