μαλακύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(5)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰλᾰκύνομαι:''' Παθ., όπως το [[μαλακίζομαι]], [[υποχωρώ]], κάμπτομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''μᾰλᾰκύνομαι:''' Παθ., όπως το [[μαλακίζομαι]], [[υποχωρώ]], κάμπτομαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰλᾰκύνομαι:''' быть слабым или вялым Xen., Diod.
}}
}}

Revision as of 15:00, 31 December 2018

Greek Monotonic

μᾰλᾰκύνομαι: Παθ., όπως το μαλακίζομαι, υποχωρώ, κάμπτομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκύνομαι: быть слабым или вялым Xen., Diod.