υποχωρώ
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Greek Monolingual
ὑποχωρῶ, -έω, ΝΜΑ χωρῶ
αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῦς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.)
νεοελλ.
1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους»)
2. μτφ. α) (για φαινόμενο ή κατάσταση) χάνω την ένταση ή την δριμύτητα μου («η κακοκαιρία άρχισε να υποχωρεί»)
β) συγκατανεύω, συμβιβάζομαι
αρχ.
1. αποχωρώ, απομακρύνομαι
2. αποφεύγω
3. παραχωρώ, παραδίδω κάτι («τὴν δεσποτείαν αὐτοῖς ὑπεχώρησεν», πάπ.)
4. συνεχίζω σταθερά
5. εξέρχομαι αποκάτω ως ὑποχώρημα
6. φρ. «ὑποχωρῶ τινί τινος» — φεύγω, αποσύρομαι από κάτι παραχωρώντας το σε κάποιον άλλο ως ένδειξη σεβασμού και τιμής (Αριστοφ.).