μαλακύνομαι

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monotonic

μᾰλᾰκύνομαι: Παθ., όπως το μαλακίζομαι, υποχωρώ, κάμπτομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκύνομαι: быть слабым или вялым Xen., Diod.

Middle Liddell

μᾰλᾰκύνομαι,
Pass., like μαλακίζομαι, to flag, Xen.