ἀπαίρω: Difference between revisions

1,002 bytes added ,  31 December 2018
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαίρω:''' Ιων. παρατ. [[ἀπαίρεσκον]]· μέλ. <i>ἀπᾰρῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἀπῆρα</i>, παρακ. [[ἀπῆρκα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]], [[παίρνω]], [[απομακρύνω]] από, <i>τί τινος</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγώ]] στρατιωτική [[δύναμη]] του ναυτικού ή του στρατού ξηράς, στον ίδ.· αμτβ. (ενν. [[ναῦς]], <i>στρατόν</i> κ.λπ.), [[αποπλέω]] ή [[απέρχομαι]], [[αναχωρώ]], στον ίδ., Αττ.· με γεν., <i>ἀπαίρειν χθονός</i>, [[αναχωρώ]] από τη [[χώρα]], σε Ευρ.· με σύστ. αντ., [[ἀπαίρω]] πρεσβείαν, [[ξεκινώ]] για να συμμετάσχω σε [[πρεσβεία]] ή ειδική [[αποστολή]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀπαίρω:''' Ιων. παρατ. [[ἀπαίρεσκον]]· μέλ. <i>ἀπᾰρῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἀπῆρα</i>, παρακ. [[ἀπῆρκα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]], [[παίρνω]], [[απομακρύνω]] από, <i>τί τινος</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγώ]] στρατιωτική [[δύναμη]] του ναυτικού ή του στρατού ξηράς, στον ίδ.· αμτβ. (ενν. [[ναῦς]], <i>στρατόν</i> κ.λπ.), [[αποπλέω]] ή [[απέρχομαι]], [[αναχωρώ]], στον ίδ., Αττ.· με γεν., <i>ἀπαίρειν χθονός</i>, [[αναχωρώ]] από τη [[χώρα]], σε Ευρ.· με σύστ. αντ., [[ἀπαίρω]] πρεσβείαν, [[ξεκινώ]] για να συμμετάσχω σε [[πρεσβεία]] ή ειδική [[αποστολή]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαίρω:''' (aor. 1 ἀπῆρα, pf. [[ἀπῆρκα]])<br /><b class="num">1)</b> снимать, убирать (ξύλα Her.; τράπεζαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отводить прочь, удалять (φάσγανόν τινος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> уводить, увозить, уносить (τινὰ ἐκ τῆς χθονός Eur.; τὰς [[νῆας]] πρὸς τὸν Ἰσθμόν Her.): τῶν μελάθρων [[πόδα]] ἀ. Eur. уходить из дома;<br /><b class="num">4)</b> уходить, уезжать, отправляться (ἀπὸ Σαλαμῖνος Her.; χθονός Eur.; ἐκ τῆς Μιλήτου Thuc.; [[οἴκαδε]] Xen., Dem.; εἰς Κρήτην, ἐπὶ Καρίας Plut.): ἀ. πρεσβείαν Dem. отправляться в качестве послов;<br /><b class="num">5)</b> отходить, отступать (ἀπὸ τῶν καλπίδων Arph.).
}}
}}