βομβαλοβομβάξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(7)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βομβαλοβομβάξ]] (Α)<br />(επιφών. ειρων.) [[βομβάξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βομβάξ]], με αναδιπλασιασμό].
|mltxt=[[βομβαλοβομβάξ]] (Α)<br />(επιφών. ειρων.) [[βομβάξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βομβάξ]], με αναδιπλασιασμό].
}}
{{elru
|elrutext='''βομβαλοβομβάξ:''' Arph. усил. к [[βομβάξ]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 453] wie βομβάξ, Ar. Th. 48. 45, kom. Ausruf des Staunens.

Spanish (DGE)

intens. de βομβάξ requetediantre Ar.Th.48.

Greek Monolingual

βομβαλοβομβάξ (Α)
(επιφών. ειρων.) βομβάξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βομβάξ, με αναδιπλασιασμό].

Russian (Dvoretsky)

βομβαλοβομβάξ: Arph. усил. к βομβάξ.