βομβάξ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
interjection, prodigious! Ar.Th.45; intensified, βομβᾰλοβομβάξ, ib.48.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βόμβαξ Timo SHell.803, Hsch.
interj. zape, diantre Ar.Th.45, Timo l.c., Hsch.
French (Bailly abrégé)
interjection marquant l'admiration « prodigieux ! ».
2onomatopée imitant le bourdonnement « bzzzz ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βομβάξ βόμβος interj., donders! papperlepap!
German (Pape)
Ar. Th. 48, 45, kom. Ausruf des Staunens.
Russian (Dvoretsky)
βομβάξ: interj. (возглас изумления) вот так так! Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βομβάξ: ἡρωϊκὴ κατὰ παρῳδίαν ἔκφρασις θαυμασμοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 45· καὶ αὐτόθι 48, ἐν τῷ ἐξωγκωμένῳ τύπῳ βομβαλοβομβάξ.
Greek Monolingual
βομβάξ (Α)
(ειρων. επιφώνημα) καταπληκτικός! περίφημος!
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα που δημιουργήθηκε βάσει της λ. βόμβος με στόχο την ειρωνική μίμηση του πομπώδους ύφους].