Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δασύμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δασύμαλλος -ον [δασύς, μαλλός] wollig.
|elnltext=δασύμαλλος -ον [δασύς, μαλλός] wollig.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰσύμαλλος:''' густорунный, пушистый (ὄϊες Hom.; [[αἰγίς]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 18:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύμαλλος Medium diacritics: δασύμαλλος Low diacritics: δασύμαλλος Capitals: ΔΑΣΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: dasýmallos Transliteration B: dasymallos Transliteration C: dasymallos Beta Code: dasu/mallos

English (LSJ)

ον,

   A thick-fleeced, woolly, ὄϊες, αἰγίς, Od.9.425, E. Cyc.360.

German (Pape)

[Seite 524] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, ἅπαξ εἰρημέν; αἰγίς Eur. Cycl. 360.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύμαλλος: -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la laine touffue, au poil touffu.
Étymologie: δασύς, μαλλός.

English (Autenrieth)

thick-fleeced, Od. 9.425†.

Spanish (DGE)

(δᾰσύμαλλος) -ον

• Grafía: graf. δασύμαλος Hdn.Epim.69

• Prosodia: [-ῠ-]
1 cubierto de espesos vellones, lanudo ὄϊες Od.9.425, E.Cyc.360.
2 subst. ὁ δ. el melenudo κομήτης, ἀστὴρ καὶ ὁ δ. Hdn.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύμαλλος, -ον)
δασύτριχος, πυκνόμαλλος
νεοελλ.
1. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. γένος μυοπορινιδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -μαλλος < μαλλός «τούφα μαλλιού»].

Greek Monotonic

δᾰσύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, τριχωτός, αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύμαλλος -ον [δασύς, μαλλός] wollig.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύμαλλος: густорунный, пушистый (ὄϊες Hom.; αἰγίς Eur.).