Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δασύμαλλος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰσύμαλλος:''' -ον, [[πυκνόμαλλος]], [[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
|lsmtext='''δᾰσύμαλλος:''' -ον, [[πυκνόμαλλος]], [[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=δασύμαλλος -ον [δασύς, μαλλός] wollig.
}}
}}