3,251,689
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δᾰσύμαλλος:''' -ον, [[πυκνόμαλλος]], [[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. | |lsmtext='''δᾰσύμαλλος:''' -ον, [[πυκνόμαλλος]], [[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δασύμαλλος -ον [δασύς, μαλλός] wollig. | |||
}} | }} |