Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δασύμαλλος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύμαλλος Medium diacritics: δασύμαλλος Low diacritics: δασύμαλλος Capitals: ΔΑΣΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: dasýmallos Transliteration B: dasymallos Transliteration C: dasymallos Beta Code: dasu/mallos

English (LSJ)

δασύμαλλον, thick-fleeced, woolly, ὄϊες, αἰγίς, Od.9.425, E. Cyc.360.

Spanish (DGE)

(δᾰσύμαλλος) -ον
• Grafía: graf. δασύμαλος Hdn.Epim.69
• Prosodia: [-ῠ-]
1 cubierto de espesos vellones, lanudo ὄϊες Od.9.425, E.Cyc.360.
2 subst. ὁ δ. el melenudo κομήτης, ἀστὴρ καὶ ὁ δ. Hdn.l.c.

German (Pape)

[Seite 524] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, ἅπαξ εἰρημέν; αἰγίς Eur. Cycl. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la laine touffue, au poil touffu.
Étymologie: δασύς, μαλλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύμαλλος -ον [δασύς, μαλλός] wollig.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύμαλλος: густорунный, пушистый (ὄϊες Hom.; αἰγίς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύμαλλος: -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.

English (Autenrieth)

thick-fleeced, Od. 9.425†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύμαλλος, -ον)
δασύτριχος, πυκνόμαλλος
νεοελλ.
1. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. γένος μυοπορινιδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -μαλλος < μαλλός «τούφα μαλλιού»].

Greek Monotonic

δᾰσύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, τριχωτός, αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Middle Liddell

thick-fleeced, woolly, Od., Eur.