δασύμαλλος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
δασύμαλλον, thick-fleeced, woolly, ὄϊες, αἰγίς, Od.9.425, E. Cyc.360.
Spanish (DGE)
(δᾰσύμαλλος) -ον
• Grafía: graf. δασύμαλος Hdn.Epim.69
• Prosodia: [-ῠ-]
1 cubierto de espesos vellones, lanudo ὄϊες Od.9.425, E.Cyc.360.
2 subst. ὁ δ. el melenudo κομήτης, ἀστὴρ καὶ ὁ δ. Hdn.l.c.
German (Pape)
[Seite 524] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, ἅπαξ εἰρημέν; αἰγίς Eur. Cycl. 360.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la laine touffue, au poil touffu.
Étymologie: δασύς, μαλλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύμαλλος -ον [δασύς, μαλλός] wollig.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύμαλλος: густорунный, пушистый (ὄϊες Hom.; αἰγίς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύμαλλος: -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.
English (Autenrieth)
thick-fleeced, Od. 9.425†.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δασύμαλλος, -ον)
δασύτριχος, πυκνόμαλλος
νεοελλ.
1. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. γένος μυοπορινιδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -μαλλος < μαλλός «τούφα μαλλιού»].
Greek Monotonic
δᾰσύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, τριχωτός, αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.