διαρραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(4)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρραίνομαι:''' Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.
|lsmtext='''διαρραίνομαι:''' Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρραίνομαι:''' растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.).
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

διαρραίνομαι: παθ., ῥέω καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, Σοφ. Τρ. 14, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 32. ΙΙ. ἐνεργ. πρκμ. διέραγκα, ἔχω ῥαντίσει, ἑβδ. (Παροιμ. ζ΄, 17).

Greek Monotonic

διαρραίνομαι: Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαρραίνομαι: растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.).