δικαιεῦν: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(4)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκαιεῦν:''' Ιων. αντί <i>δικαιοῦν</i>, απαρ. του [[δικαιόω]] — δικαιεῦσι, γʹ πληθ.
|lsmtext='''δῐκαιεῦν:''' Ιων. αντί <i>δικαιοῦν</i>, απαρ. του [[δικαιόω]] — δικαιεῦσι, γʹ πληθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκαιεῦν:''' v. l. [[δικαιοῦν]] Her. inf. к [[δικαιόω]].
}}
}}

Revision as of 18:40, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιεῦν: Ἰω. ἀντὶ δικαιοῦν, ἴδε ἐν λ. δικαιόω, Ἡρόδ.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. ion. de δικαιόω.

Greek Monotonic

δῐκαιεῦν: Ιων. αντί δικαιοῦν, απαρ. του δικαιόω — δικαιεῦσι, γʹ πληθ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαιεῦν: v. l. δικαιοῦν Her. inf. к δικαιόω.