3,274,919
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρίος:''' τό, [[δρυμός]], [[δάσος]], [[άλσος]], [[λόχμη]], σύδενδρο, <i>δρίοςὕλης</i>, [[δασικός]] [[δρυμός]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δρίος]] ὑλῆεν, σε Ανθ.· στον πληθ., [[δρία]], <i>τά</i>, (όπως αν προερχόταν από το <i>δρίον</i>), σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]], όπως το [[δρῦς]]). | |lsmtext='''δρίος:''' τό, [[δρυμός]], [[δάσος]], [[άλσος]], [[λόχμη]], σύδενδρο, <i>δρίοςὕλης</i>, [[δασικός]] [[δρυμός]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δρίος]] ὑλῆεν, σε Ανθ.· στον πληθ., [[δρία]], <i>τά</i>, (όπως αν προερχόταν από το <i>δρίον</i>), σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]], όπως το [[δρῦς]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρίος:''' (ῐ) τό (только nom. и acc. sing. и pl. [[δρία]]) чаща, густая заросль Hom., Hes., Soph., Eur., Anth. | |||
}} | }} |