3,274,921
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δρίος]] (-ους), το (Α)<br />[[λόχμη]], [[θαμνώδης]] ή [[δενδρώδης]] [[τόπος]]. | |mltxt=[[δρίος]] (-ους), το (Α)<br />[[λόχμη]], [[θαμνώδης]] ή [[δενδρώδης]] [[τόπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρίος:''' τό, [[δρυμός]], [[δάσος]], [[άλσος]], [[λόχμη]], σύδενδρο, <i>δρίοςὕλης</i>, [[δασικός]] [[δρυμός]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δρίος]] ὑλῆεν, σε Ανθ.· στον πληθ., [[δρία]], <i>τά</i>, (όπως αν προερχόταν από το <i>δρίον</i>), σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]], όπως το [[δρῦς]]). | |||
}} | }} |