Anonymous

δρίος: Difference between revisions

From LSJ
172 bytes added ,  31 December 2018
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρίος:''' τό, [[δρυμός]], [[δάσος]], [[άλσος]], [[λόχμη]], σύδενδρο, <i>δρίοςὕλης</i>, [[δασικός]] [[δρυμός]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δρίος]] ὑλῆεν, σε Ανθ.· στον πληθ., [[δρία]], <i>τά</i>, (όπως αν προερχόταν από το <i>δρίον</i>), σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]], όπως το [[δρῦς]]).
|lsmtext='''δρίος:''' τό, [[δρυμός]], [[δάσος]], [[άλσος]], [[λόχμη]], σύδενδρο, <i>δρίοςὕλης</i>, [[δασικός]] [[δρυμός]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δρίος]] ὑλῆεν, σε Ανθ.· στον πληθ., [[δρία]], <i>τά</i>, (όπως αν προερχόταν από το <i>δρίον</i>), σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]], όπως το [[δρῦς]]).
}}
{{elru
|elrutext='''δρίος:''' (ῐ) τό (только nom. и acc. sing. и pl. [[δρία]]) чаща, густая заросль Hom., Hes., Soph., Eur., Anth.
}}
}}