δοξόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
(4) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοξόομαι:''' παρακ. <i>δεδόξωμαι</i> — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι [[τέτοιος]], με απαρ., σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δοξόομαι:''' παρακ. <i>δεδόξωμαι</i> — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι [[τέτοιος]], με απαρ., σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοξόομαι:''' считаться, слыть (ἐδοξώθη - v. l. ἐδοξώσθη - εἶναι ἀνὴρ σοφώτατος Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 657] pass., im Rufe stehen, mit folgdm inf., Her. 7, 135. 8, 124. 9, 47.
Spanish (DGE)
1 tener fama de δεδόξωσθε ... ἄνδρες εἶναι ἀγαθοί Hdt.7.135, ἐδοξώθη εἶναι ἀνὴρ ... σοφώτατος Hdt.8.124, cf. 9.48.
2 imaginarse δοξοῦσθαι· κατοπτρίζεσθαι. φαντάζεσθαι Hsch.
Greek Monotonic
δοξόομαι: παρακ. δεδόξωμαι — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι τέτοιος, με απαρ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δοξόομαι: считаться, слыть (ἐδοξώθη - v. l. ἐδοξώσθη - εἶναι ἀνὴρ σοφώτατος Her.).