ἐδώδιμος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐδώδιμος:''' -ον, σε Ηρόδ., <i>-η</i>, <i>-ον</i>· [[φαγώσιμος]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐδώδιμα</i>, <i>τά</i>, τροφές, προμήθειες, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐδώδιμος:''' -ον, σε Ηρόδ., <i>-η</i>, <i>-ον</i>· [[φαγώσιμος]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐδώδιμα</i>, <i>τά</i>, τροφές, προμήθειες, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐδώδῐμος:''' 2, Her. 3 годный в пищу, съедобный ([[ῥίζα]] τοῦ λωτοῦ Her.; ᾠά Arst.; [[καρπός]] Plut.).
}}
}}