Anonymous

ἐδώδιμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐδώδιμος]], -η, -ον και -ος, -ον) [[εδωδή]]<br />[[φαγώσιμος]] («[[εδώδιμος]] [[καρπός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εδώδιμα</i><br />τα τρόφιμα<br /><b>αρχ.</b><br />μαγειρεμένος.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐδώδιμος]], -η, -ον και -ος, -ον) [[εδωδή]]<br />[[φαγώσιμος]] («[[εδώδιμος]] [[καρπός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εδώδιμα</i><br />τα τρόφιμα<br /><b>αρχ.</b><br />μαγειρεμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐδώδιμος:''' -ον, σε Ηρόδ., <i>-η</i>, <i>-ον</i>· [[φαγώσιμος]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐδώδιμα</i>, <i>τά</i>, τροφές, προμήθειες, σε Θουκ.
}}
}}