ἐδώδιμος
English (LSJ)
ἐδώδιμον, Thphr. CP 6.11.10, 6.12.12; η, ον Hdt.2.92:—
A eatable, Hdt. l.c., 3.108, etc.; ἐδώδιμα = eatables, provisions, Th.7.39, Arist.Rh.1373a30, Porph.Abst.1.12, etc.
II prepared for eating, cooked, Orib.15.1.8.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [ἐδώδιμος, ἐδωδίμη, ἐδώδιμον Hdt.2.92, Dsc.3.52]
1 comestible de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.Oec.7.36, cf. Plu.2.968a, BGU 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.Abst.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.
•subst. τὸ ἐδώδιμον = lo comestible, la parte comestible de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.HP 7.13.8
•subst. τὰ ἐδώδιμα = los comestibles, los alimentos τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.Cael.295b33, cf. Rh.1373a30, Thphr.CP 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον ἄλλος ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.Asin.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.Beat.113.24.
2 preparado para ser comido op. ‘crudo’ κρέας ... ἑψεθὲν ἁγνὸν καὶ ἐδώδιμον Iul.Or.9.192c, ῥίζα δὲ δακτύλου ... ἐδωδίμη ἐφθή Dsc.l.c.
3 que está permitido comerlo τὸ νεῦρον ... οὐδὲ ἡμῖν ἐστιν ἐδώδιμον I.AI 1.334.
German (Pape)
[Seite 717] ον, auch 3 Endgn, Her. 2, 92, zu essen, genießbar, 3, 108 Thuc. 7, 39 u. A.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.
Étymologie: ἐδωδή.
Russian (Dvoretsky)
ἐδώδῐμος: 2, Her. 3 годный в пищу, съедобный (ῥίζα τοῦ λωτοῦ Her.; ᾠά Arst.; καρπός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐδώδιμος: -ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10., 6. 12, 12, η, ον, Ἡρόδ. 2. 92: ἐδώδιμος, φαγώσιμος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 108, κτλ.· τὰ ἐδώδιμα, ζωοτροφίαι, τρφαί, ὁ αὐτ. 7. 39, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐδώδιμος, -η, -ον και -ος, -ον) εδωδή
φαγώσιμος («εδώδιμος καρπός»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιμα
τα τρόφιμα
αρχ.
μαγειρεμένος.
Greek Monotonic
ἐδώδιμος: -ον, σε Ηρόδ., -η, -ον· φαγώσιμος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐδώδιμα, τά, τροφές, προμήθειες, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐδώδιμος, ον [in Hdt.ος, η, ον,]
eatable, Hdt., Thuc., etc.: ἐδώδιμα, τά, eatables, provisions, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=φαγώσιμος). Ἀπό τό ἐδωδή τοῦ ἔδω. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα ἐσθίω.
Lexicon Thucydideum
esculentus, edible, 7.39.2, 7.78.4.
Translations
edible
Arabic: صَالِح لِلْأَكَل; Armenian: ուտելի; Asturian: comestible; Azerbaijani: yeməli, yeyilə bilən, yeyilə biləcək; Belarusian: ядомы; Breton: debradus, mat da zebriñ; Bulgarian: ядък, ядлив, годен за ядене; Catalan: comestible; Chinese Mandarin: 食用的, 可吃的; Cornish: dybradow; Czech: jedlý, poživatelný; Danish: spiselig; Dutch: eetbaar; Esperanto: manĝebla; Finnish: syötävä, syömäkelpoinen; French: comestible; Galician: comestible, comestíbel; Georgian: საჭმელად ვარგისი, საკვებად ვარგისი, საკვებად გამოსადეგი, ჭამადი; German: essbar, eßbar; Greek: βρώσιμος, φαγώσιμος, εδώδιμος; Ancient Greek: βρωτέος, βρωτός, βρώσιμος, δαίσιμος, δαίσιος, ἀνθρωπόβρωτος, ἐδανός, ἐδεστός, ἐδώδιμος, ἔμβρωμος; Hebrew: אכיל; Hindi: खाद्य; Hungarian: ehető; Interlingua: comestibile; Irish: inite; Italian: commestibile, edibile, edule; Japanese: 食用の, 食べられる, 食える; Lao: ກ້ານຈອງ; Latin: edulis, esculentus, comestibilis, edibilis; Lithuanian: valgomas; Macedonian: јадлив; Malayalam: ഭക്ഷ്യയോഗ്യമായ; Manx: yn-ee; Norman: mangeabl'ye; Norwegian Bokmål: spiselig; Occitan: comestible; Persian: خوراکی; Polish: jadalny; Portuguese: comestível, edível, comível; Romanian: comestibil, mâncabil; Russian: съедобный, годный в пищу; Sanskrit: खाद्य; Serbo-Croatian Cyrillic: јестив; Roman: jestiv; Sicilian: mancìbbili; Slovak: jedlý, požívateľný; Slovene: užiten; Spanish: comestible; Swedish: ätbar, ätlig; Thai: กินได้; Turkish: yenilebilir; Ukrainian: їстівний; Urdu: کھادیہ; Vietnamese: ăn được; Volapük: fidovik; Welsh: bwytadwy; West Frisian: ytber