ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).
}}
}}

Revision as of 19:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσφρᾱγίζομαι Medium diacritics: ἐκσφραγίζομαι Low diacritics: εκσφραγίζομαι Capitals: ΕΚΣΦΡΑΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: eksphragízomai Transliteration B: eksphragizomai Transliteration C: eksfragizomai Beta Code: e)ksfragi/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53.    II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.

Greek Monolingual

ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.

Greek Monotonic

ἐκσφρᾱγίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσφρᾱγίζομαι: исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).