ἐρείομεν: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρείομεν:''' Επικ. αντί <i>ἐρέωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. του [[ἐρέω]].
|lsmtext='''ἐρείομεν:''' Επικ. αντί <i>ἐρέωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. του [[ἐρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρείομεν:''' эп. 1 л. pl. conjct. к [[ἐρέω]] I.
}}
}}

Revision as of 20:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείομεν: ἀντὶ ἐρέωμεν, Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτακτ. τοῦ ἐρέω (ἐρωτῶ), Ἰλ. Α. 62.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de ἐρέω².

English (Autenrieth)

see ἐρέω.

Greek Monotonic

ἐρείομεν: Επικ. αντί ἐρέωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του ἐρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρείομεν: эп. 1 л. pl. conjct. к ἐρέω I.