3,277,055
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρημαῖος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἐρῆμος]], απομακρυσμένος, [[ολομόναχος]], ερημωμένος, [[ακατοίκητος]], παραμελημένος, [[ερημίτης]], σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐρημαῖος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἐρῆμος]], απομακρυσμένος, [[ολομόναχος]], ερημωμένος, [[ακατοίκητος]], παραμελημένος, [[ερημίτης]], σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρημαῖος:''' <b class="num">1)</b> безлюдный, пустынный, безмолвный ([[νύξ]] Emped.; αἰπόλια Anth.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный (τινος Anth.). | |||
}} | }} |