3,277,048
edits
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐρημαῑος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.). | |mltxt=ἐρημαῑος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρημαῖος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἐρῆμος]], απομακρυσμένος, [[ολομόναχος]], ερημωμένος, [[ακατοίκητος]], παραμελημένος, [[ερημίτης]], σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ. | |||
}} | }} |