Anonymous

ἐρημαῖος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρημαῖος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἐρῆμος]], απομακρυσμένος, [[ολομόναχος]], ερημωμένος, [[ακατοίκητος]], παραμελημένος, [[ερημίτης]], σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐρημαῖος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἐρῆμος]], απομακρυσμένος, [[ολομόναχος]], ερημωμένος, [[ακατοίκητος]], παραμελημένος, [[ερημίτης]], σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρημαῖος:''' <b class="num">1)</b> безлюдный, пустынный, безмолвный ([[νύξ]] Emped.; αἰπόλια Anth.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный (τινος Anth.).
}}
}}