3,273,831
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔσελμος:''' Επικ. ἐΰσ-σελμος, -ον ([[σέλμα]]), αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα, αυτός που έχει καλές σειρές κουπιών, σε Όμηρ., Ευρ. | |lsmtext='''εὔσελμος:''' Επικ. ἐΰσ-σελμος, -ον ([[σέλμα]]), αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα, αυτός που έχει καλές σειρές κουπιών, σε Όμηρ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔσελμος:''' эп. [[ἐΰσσελμος]] 2 снабженный хорошей палубой, покрытый крепкими досками ([[ναῦς]] Hom., [[Stesichorus]] ap. Plat., Eur.). | |||
}} | }} |