Anonymous

εὔσελμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔσελμος]] και επικ. τ. [[ἐΰσσελμος]], -ον (Α)<br />(για πλοία) αυτός που έχει καλά σέλματα, θέσεις για τους κωπηλάτες («νηὸς ἐϋσσέλμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σέλμα]].
|mltxt=[[εὔσελμος]] και επικ. τ. [[ἐΰσσελμος]], -ον (Α)<br />(για πλοία) αυτός που έχει καλά σέλματα, θέσεις για τους κωπηλάτες («νηὸς ἐϋσσέλμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σέλμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔσελμος:''' Επικ. ἐΰσ-σελμος, -ον ([[σέλμα]]), αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα, αυτός που έχει καλές σειρές κουπιών, σε Όμηρ., Ευρ.
}}
}}