Anonymous

εὔσελμος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔσελμος:''' Επικ. ἐΰσ-σελμος, -ον ([[σέλμα]]), αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα, αυτός που έχει καλές σειρές κουπιών, σε Όμηρ., Ευρ.
|lsmtext='''εὔσελμος:''' Επικ. ἐΰσ-σελμος, -ον ([[σέλμα]]), αυτός που έχει [[καλά]] καθίσματα, αυτός που έχει καλές σειρές κουπιών, σε Όμηρ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔσελμος:''' эп. [[ἐΰσσελμος]] 2 снабженный хорошей палубой, покрытый крепкими досками ([[ναῦς]] Hom., [[Stesichorus]] ap. Plat., Eur.).
}}
}}