εὐώνυμος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐώνῠμος:''' -ον ([[ὄνυμα]], Αιολ. αντί [[ὄνομα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, τιμημένος, [[έντιμος]], σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευοίωνος]], [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], στον ίδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ευφημ. αντί [[ἀριστερός]] ([[γιατί]] οι κακοί οιωνοί έρχονταν απ' τα αριστερά), [[αριστερός]], αυτός που βρίσκεται στ' αριστερά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐξ ἐυωνύμου χειρός</i> ή <i>ἐξ εὐωνύμου</i>, στα αριστερά, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εὐώνῠμος:''' -ον ([[ὄνυμα]], Αιολ. αντί [[ὄνομα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, τιμημένος, [[έντιμος]], σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευοίωνος]], [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], στον ίδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ευφημ. αντί [[ἀριστερός]] ([[γιατί]] οι κακοί οιωνοί έρχονταν απ' τα αριστερά), [[αριστερός]], αυτός που βρίσκεται στ' αριστερά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐξ ἐυωνύμου χειρός</i> ή <i>ἐξ εὐωνύμου</i>, στα αριστερά, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐώνῠμος:''' [[ὄνυμα]] = [[ὄνομα]]<br /><b class="num">1)</b> имеющий славное имя, славный, почтенный ([[Ἀστερίη]] Hes.; πατέρες Pind.);<br /><b class="num">2)</b> звучащий как хорошее предзнаменование или приятно звучащий ([[ἀριστοκρατία]] Plat.; [[λόγος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> euphem. (= [[ἀριστερός]]) левый ([[ὠλένη]] Soph.; [[κέρας]] Her., Plut.; [[τόπος]] Plat.; [[πούς]] NT): ἐξ εὐωνύμου (χειρός) Her. и ἐξ εὐωνύμων NT слева; κατὰ Xen. и ἐπὶ или εἰς τὰ εὐώνυμα Arst. налево, влево;<br /><b class="num">4)</b> euphem. зловещий (οἰωνοί Aesch.).<br /><b class="num">[[εὐώνυμος]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ бересклет (Euonymus Europaeus L) Plin.
}}
}}