ᾖσμεν: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(4)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ᾖσμεν:''' Αττ. αντί <i>ᾔδειμεν</i>, αʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]], βλ. *[[εἴδω]].
|lsmtext='''ᾖσμεν:''' Αττ. αντί <i>ᾔδειμεν</i>, αʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]], βλ. *[[εἴδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ᾖσμεν:''' (= [[ᾔδεμεν]] из ᾔδειμεν) 1 л. pl. ppf. к *[[εἴδω]].
}}
}}

Revision as of 21:36, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ᾖσμεν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδειμεν, ἴδε ἐν λ. *εἴδω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. pqp. poét. de *εἴδω.

Greek Monotonic

ᾖσμεν: Αττ. αντί ᾔδειμεν, αʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.

Russian (Dvoretsky)

ᾖσμεν: (= ᾔδεμεν из ᾔδειμεν) 1 л. pl. ppf. к *εἴδω.