θρυπτικός: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρυπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που [[σπάζει]] εύκολα, εύθραστος· μεταφ., [[λεπτός]], [[κομψός]], εκλεπτυσμένος, εκθηλυσμένος, σε Ξεν.
|lsmtext='''θρυπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που [[σπάζει]] εύκολα, εύθραστος· μεταφ., [[λεπτός]], [[κομψός]], εκλεπτυσμένος, εκθηλυσμένος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θρυπτικός:''' расслабленный, немощный, изнеженный Xen., Plut.
}}
}}