Anonymous

θρυπτικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θρυπτικός]], -ή, -όν) [[θρύπτω]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] στο να συντρίβει<br /><b>2.</b> [[εύθραυστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> [[τρυφηλός]], [[μαλθακός]], [[φιλήδονος]]<br /><b>2.</b> [[σκληρός]], [[αυθάδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρυπτικώς</i> (Α θρυπτικῶς)<br />με τρόπο τρυφηλό, με [[μαλθακότητα]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θρυπτικός]], -ή, -όν) [[θρύπτω]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] στο να συντρίβει<br /><b>2.</b> [[εύθραυστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> [[τρυφηλός]], [[μαλθακός]], [[φιλήδονος]]<br /><b>2.</b> [[σκληρός]], [[αυθάδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρυπτικώς</i> (Α θρυπτικῶς)<br />με τρόπο τρυφηλό, με [[μαλθακότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρυπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που [[σπάζει]] εύκολα, εύθραστος· μεταφ., [[λεπτός]], [[κομψός]], εκλεπτυσμένος, εκθηλυσμένος, σε Ξεν.
}}
}}