3,240,908
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρυπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που [[σπάζει]] εύκολα, εύθραστος· μεταφ., [[λεπτός]], [[κομψός]], εκλεπτυσμένος, εκθηλυσμένος, σε Ξεν. | |lsmtext='''θρυπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που [[σπάζει]] εύκολα, εύθραστος· μεταφ., [[λεπτός]], [[κομψός]], εκλεπτυσμένος, εκθηλυσμένος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρυπτικός:''' расслабленный, немощный, изнеженный Xen., Plut. | |||
}} | }} |