κατάδρυμμα: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάδρυμμα:''' -ατος, τό, [[σχίσιμο]], [[κομμάτιασμα]] ή κατασπάραγμα, σε Ευρ.
|lsmtext='''κατάδρυμμα:''' -ατος, τό, [[σχίσιμο]], [[κομμάτιασμα]] ή κατασπάραγμα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάδρυμμα:''' ατος τό расцарапывание, разрывание, растерзывание (σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα Eur.).
}}
}}