Anonymous

κατάδρυμμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάδρυμμα]], τὸ (Α) [[καταδρύπτω]]<br />[[σπάραγμα]], ξέσχισμα.
|mltxt=[[κατάδρυμμα]], τὸ (Α) [[καταδρύπτω]]<br />[[σπάραγμα]], ξέσχισμα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάδρυμμα:''' -ατος, τό, [[σχίσιμο]], [[κομμάτιασμα]] ή κατασπάραγμα, σε Ευρ.
}}
}}