κατάδρυμμα
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
-ατος, τό, (καταδρύπτω) tearing, rending, σαρκῶν… καταδρύμματα Χειρῶν of flesh with hands, E.Supp.51.
German (Pape)
[Seite 1347] τό, das Zerreißen, Zerfleischen, plur. χειρῶν, mit den Händen, Eur. Suppl. 51.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
déchirure, écorchure, égratignure.
Étymologie: καταδρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάδρυμμα -ατος, τό [καταδρύπτω] scheur, wond:. ῥυσὰ δὲ σαρκῶν πολιᾶν καταδρύμματα χειρῶν de wonden die door onze handen in ons oude vlees zijn gereten Eur. Suppl. 51.
Russian (Dvoretsky)
κατάδρυμμα: ατος τό расцарапывание, разрывание, растерзывание (σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα Eur.).
Greek Monolingual
κατάδρυμμα, τὸ (Α) καταδρύπτω
σπάραγμα, ξέσχισμα.
Greek Monotonic
κατάδρυμμα: -ατος, τό, σχίσιμο, κομμάτιασμα ή κατασπάραγμα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδρυμμα: τό, σπάραγμα, σαρκῶν… καταδρύμματα χειρῶν, σπαράγματα τῆς σαρκὸς διὰ τῶν χειρῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 52.
Middle Liddell
κατάδρυμμα, ατος, τό,
a tearing or rending, Eur. [from καταδρύπτω