κατακαιέμεν: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(5)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακαιέμεν:''' Επικ. αντί <i>-καίειν</i>, απαρ. του [[κατακαίω]].
|lsmtext='''κατακαιέμεν:''' Επικ. αντί <i>-καίειν</i>, απαρ. του [[κατακαίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατακαιέμεν:''' эп. inf. praes. к [[κατακαίω]].
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

inf. prés. épq. de κατακαίω.

Greek Monotonic

κατακαιέμεν: Επικ. αντί -καίειν, απαρ. του κατακαίω.

Russian (Dvoretsky)

κατακαιέμεν: эп. inf. praes. к κατακαίω.