3,256,975
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταιβᾰτός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[καταβατός]], <i>θύραι κ</i>., πύλες μέσω των οποίων οι άνθρωποι κατηφορίζουν, αυτός που οδηγεί προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''καταιβᾰτός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[καταβατός]], <i>θύραι κ</i>., πύλες μέσω των οποίων οι άνθρωποι κατηφορίζουν, αυτός που οδηγεί προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταιβᾰτός:''' открывающий спуск, т. е. доступный (αἱ θύραι καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν Hom.). | |||
}} | }} |