Anonymous

καταιβατός: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταιβατός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να κατέβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[καταβατός]]. Το <i>καται</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[καταιβάτης]].
|mltxt=[[καταιβατός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός από τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να κατέβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[καταβατός]]. Το <i>καται</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[καταιβάτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταιβᾰτός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[καταβατός]], <i>θύραι κ</i>., πύλες μέσω των οποίων οι άνθρωποι κατηφορίζουν, αυτός που οδηγεί προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}