κόρυζα: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόρυζα:''' -ης, ἡ, «[[τρέξιμο]]» της [[μύτης]], [[καταρροή]], Λατ. [[pituita]], σε Λουκ.· μεταφ., [[εκροή]] σάλιου, [[άνοια]], στον ίδ.
|lsmtext='''κόρυζα:''' -ης, ἡ, «[[τρέξιμο]]» της [[μύτης]], [[καταρροή]], Λατ. [[pituita]], σε Λουκ.· μεταφ., [[εκροή]] σάλιου, [[άνοια]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κόρυζα:''' ἡ<b class="num">1)</b> насморк, гнойное истечение из носа (κορύζης τὴν [[ῥῖνα]] [[μεστός]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> тупоумие ([[λῆρος]] καὶ κ. Luc.).
}}
}}