3,274,790
edits
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[κόρυζα]])<br /><b>1.</b> [[ρινικός]] [[κατάρρους]], [[κρυολόγημα]] με [[καταρροή]], [[συνάχι]]<br /><b>2.</b> η [[βλέννα]] της [[μύτης]], η [[μύξα]] («κορύζης μὲν τὴν ῥῑνα, λήμης δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεστὸν [[ὄντα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοιμώδης]] [[νόσος]] τών βοοειδών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[νόσος]] που προσβάλλει τα πουλερικά<br /><b>αρχ.</b><br />[[βλακεία]], [[ανοησία]] («[[κενοδοξία]] καὶ [[τῦφος]] καὶ πολλὴ [[κόρυζα]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αγγλοσαξ. <i>hrot</i> «[[βλέννα]], [[μύξα]]», το αρχ. άνω γερμ. (<i>h</i>)<i>roz</i> «[[μύξα]]» και με ρ. όπως το αγγλοσαξ. <i>hr</i><i>ū</i><i>tan</i> και το αρχ. άνω γερμ. <i>hruzzan</i> με σημ. «[[γρυλλίζω]], [[ροχαλίζω]]». Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[κόρυζα]]·...<i>περὶ κεφαλὴν [[πάθος]]» δεν δικαιολογεί [[σύνδεση]] με το [[κόρυς]]. Αν τέτοια [[σύνδεση]] υπήρχε στο γλωσσικό [[αίσθημα]] τών Αρχαίων, θα [[πρέπει]] να ήταν παρετυμολογική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορυζάς]], [[κορυζώ]], [[κορυζώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κορυζιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορυζιάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κορυζοποιώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βουκόρυζα]]. | |mltxt=η (ΑM [[κόρυζα]])<br /><b>1.</b> [[ρινικός]] [[κατάρρους]], [[κρυολόγημα]] με [[καταρροή]], [[συνάχι]]<br /><b>2.</b> η [[βλέννα]] της [[μύτης]], η [[μύξα]] («κορύζης μὲν τὴν ῥῑνα, λήμης δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς μεστὸν [[ὄντα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοιμώδης]] [[νόσος]] τών βοοειδών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[νόσος]] που προσβάλλει τα πουλερικά<br /><b>αρχ.</b><br />[[βλακεία]], [[ανοησία]] («[[κενοδοξία]] καὶ [[τῦφος]] καὶ πολλὴ [[κόρυζα]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αγγλοσαξ. <i>hrot</i> «[[βλέννα]], [[μύξα]]», το αρχ. άνω γερμ. (<i>h</i>)<i>roz</i> «[[μύξα]]» και με ρ. όπως το αγγλοσαξ. <i>hr</i><i>ū</i><i>tan</i> και το αρχ. άνω γερμ. <i>hruzzan</i> με σημ. «[[γρυλλίζω]], [[ροχαλίζω]]». Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[κόρυζα]]·...<i>περὶ κεφαλὴν [[πάθος]]» δεν δικαιολογεί [[σύνδεση]] με το [[κόρυς]]. Αν τέτοια [[σύνδεση]] υπήρχε στο γλωσσικό [[αίσθημα]] τών Αρχαίων, θα [[πρέπει]] να ήταν παρετυμολογική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορυζάς]], [[κορυζώ]], [[κορυζώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κορυζιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορυζιάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κορυζοποιώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[βουκόρυζα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόρυζα:''' -ης, ἡ, «[[τρέξιμο]]» της [[μύτης]], [[καταρροή]], Λατ. [[pituita]], σε Λουκ.· μεταφ., [[εκροή]] σάλιου, [[άνοια]], στον ίδ. | |||
}} | }} |