λογοποιέω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λογοποιέω:''' μέλ. <i>λογοποιήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]] μύθους, [[κατασκευάζω]] ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατασκευάζω]] διηγήσεις, [[κυρίως]] λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα [[νέα]], σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[γράφω]] ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. [[λογοποιός]] II), σε Πλάτ.
|lsmtext='''λογοποιέω:''' μέλ. <i>λογοποιήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]] μύθους, [[κατασκευάζω]] ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατασκευάζω]] διηγήσεις, [[κυρίως]] λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα [[νέα]], σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[γράφω]] ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. [[λογοποιός]] II), σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λογοποιέω:''' <b class="num">1)</b> сочинять рассказы, составлять повести, писать (περί τινος Lys.);<br /><b class="num">2)</b> выдумывать небылицы, измышлять, сплетничать (λ. [[οὔτε]] [[ὄντα]] [[οὔτε]] ἂν [[γενόμενα]] Thuc.): λ. τι [[κατά]] τινος Isocr. распускать ложные слухи про кого-л.;<br /><b class="num">3)</b> составлять речи Plat.
}}
}}