Anonymous

λογοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> imaginer des fictions poétiques;<br /><b>2</b> inventer <i>ou</i> répandre des fables, <i>càd</i> de faux bruits.<br />'''Étymologie:''' [[λογοποιός]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> imaginer des fictions poétiques;<br /><b>2</b> inventer <i>ou</i> répandre des fables, <i>càd</i> de faux bruits.<br />'''Étymologie:''' [[λογοποιός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λογοποιέω:''' μέλ. <i>λογοποιήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφευρίσκω]], [[πλάθω]] μύθους, [[κατασκευάζω]] ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατασκευάζω]] διηγήσεις, [[κυρίως]] λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα [[νέα]], σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[γράφω]] ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. [[λογοποιός]] II), σε Πλάτ.
}}
}}